μεταβιβάσει

μεταβιβάσει
μεταβιβάζω
carry over
aor subj act 3rd sg (epic)
μεταβιβάζω
carry over
fut ind mid 2nd sg
μεταβιβάζω
carry over
fut ind act 3rd sg
μεταβιβάζω
carry over
aor subj act 3rd sg (epic)
μεταβιβάζω
carry over
fut ind mid 2nd sg
μεταβιβάζω
carry over
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …   Dictionary of Greek

  • ανατροφή — Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση… …   Dictionary of Greek

  • ετερογένεση — η 1. γένεση κατά την οποία εναλλάσσεται παρθενογένεση με αμφιγονία 2. γένεση μιας νέας μορφής η οποία είναι διαφορετική από τους γονείς της και μπορεί να μεταβιβάσει τους δυσδιάκριτους χαρακτήρες της στους κατιόντες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

  • μεταβιβάζω — (Α μεταβιβάζω) [βιβάζω] μεταφέρω ή κάνω να μεταφερθεί κάτι σε άλλο μέρος (α. «το πλοίο θα μεταβιβάσει τα εμπορεύματα στους σεισμοπαθείς» β. «μεταβιβάσομεν τὸν λόγον ἐπὶ τὰς Ἡρακλέους πράξεις», Διόδ.) νεοελλ. 1. διαβιβάζω («θα τού μεταβιβάσω τους… …   Dictionary of Greek

  • παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του …   Dictionary of Greek

  • τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • φωτοδέκτης — και φωτοϋποδοχέας, ο, Ν 1. βιολ. α) αισθητήριο όργανο που αποκρίνεται στο φως, όπως είναι λ.χ. το μάτι β) κύτταρο ή τμήμα κυττάρου που είναι ευαίσθητο στο φως και εξασφαλίζει την μετατροπή τών κβάντων φωτός σε νευρικές ώσεις γ) μόριο ευαίσθητο… …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… …   Dictionary of Greek

  • Θηρεσία — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Θ. της Καστίλης (1070 – 1130). Νόθη κόρη του βασιλιά της Καστίλης Αλφόνσου ΣΤ’. Το 1094 παντρεύτηκε τον Ερρίκο της Βουργουνδίας, ο οποίος νωρίτερα είχε βοηθήσει τον Αλφόνσο να αντιμετωπίσει εχθρικές επιδρομές. Σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”